καταχθονιότητα

καταχθονιότητα
η
δολιότητα, κακοβουλία, κατεργαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταχθόνιος. Η λ., στον λόγιο τ. καταχθονιότης, μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό σύγγραμμα (Νέα) Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”